-
1 срочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно1. επείγων• άμεσος• ανυπέρθετός•-ое дело επείγουσα υπόθεση•
-ая телеграмма επείγον τηλεγράφημα•
очень срочный κατεπείγον•
в -ом порядке επειγόντως.
|| βιαστικός, γρήγορος, εσπευσμένος•-ое исполнение γρήγορη εκτέλεση.
2. προθεσμιακός•-ая ссуда προθεσμιακό δάνειο.
-
2 срочный
срочн||ыйприл1. (спешный) ἐπείγων:\срочныйый заказ ἐπείγουσα παραγγελία· \срочныйая телеграмма τό ἐπείγον τηλεγράφημα· в \срочныйом порядке ἐπειγόντως·2. (рассчитанный на определенный срок) ἐπί προθεσμία. -
3 заказ
η παραγγελί/α, η εντολήобъём - а όγκος/ποσότητα της - αςгосударственный - κρατική/δημόσια -предварительный - προκαταρκτική/δοκιμαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заказ
-
4 взнос
-а α.εισφορά, συνεισφορά’ συνδρομή•срочный взнос επείγουσα εισφορά•
членский -η συνδρομή μέλους (οργάνωσης, κόμματος).